- ὑπερβασίας
- ὑπερβασίᾱς , ὑπερβασίαpassoverfem acc plὑπερβασίᾱς , ὑπερβασίαpassoverfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νέμεσις — Μυθολογική θεότητα, η οποία προσωποποιούσε και εκτελούσε τη θεϊκή εκδίκηση, κυρίως εναντίον κάθε είδους ανθρώπινης υπερβασίας ακόμα και της υπερβολικής ευτυχίας. Η δράση της Ν. συνδέεται με την ιδέα μιας ισορροπίας, η διατάραξη της οποίας… … Dictionary of Greek